ὑπέσχοντο

ὑπέσχοντο
ὑπέχω
hold under
aor ind mid 3rd pl
ὑπισχνέομαι
take upon oneself
aor ind mid 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπέσχονθ' — ὑπέσχοντο , ὑπέχω hold under aor ind mid 3rd pl ὑπέσχοντο , ὑπισχνέομαι take upon oneself aor ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύφα — (AM) επίρρ. χωρίς να τό γνωρίζει κάποιος, κρυφά, μυστικά («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», Θουκ.) αρχ. 1. μυστικά 2. σκοτεινά, συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ κρύφα καὶ δι αἰνιγμάτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”